Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

GREEK CHICKEN

Ο Μπάμπης συνεχίζει να μας την λέει που δεν γίναμε ακόμη Θατσεριστάν.
Η Αγγέλα φρίττει με τις τρελές διακοπές των Ελλήνων εργαζομένων.
Ο Γιωργάκης ζητάει συναίνεση.
Η κωμωδία με τον αντιμνημονιακό Αντώνη, που δεν συναινεί μεν, τιμάει δε τις υπογραφές της χώρας, κόβει τρελά εισιτήρια.
Ξεμύτισε και η Bild με τις γνωστές κορώνες περί πώλησης της Ακρόπολης και επιχαίρει, καθώς τον Ιούλιο δεν θα πληρωθούν, λέει,  μισθοί και συντάξεις.

Πώς να τους στείλουμε όλους αυτούς όμως στο διάολο, όταν αυτή η τελευταία κακία-πρόβλεψη της γερμανικής φυλλάδας είναι όλα τα λεφτά (κυριολεκτικά και μεταφορικά);
Εκεί βρίσκεται η ουσία. Τρομοκρατημένοι εργαζόμενοι, που έχουν βολευτεί σε θεσούλες ή θεσάρες και βλέπουν το μέλλον τους ως μία σειρά καταβολής δόσεων για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, προφανώς θεωρούν αδιανόητη τη χρεοκοπία και την ανατροπή του προσωπικού τους σύμπαντος. Είναι όμως έτσι; Τα 'χε πει ο Καβάφης:

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.



Βεβαίως, ο μέγας Αλεξανδρινός δεν είχε σκεφτεί την περίπτωση της ψυχής που την ξεσκίζουν και την αναπλάθουν κατά το δοκούν όλοι όσοι σκηνοθετούν την εικόνα που έχουμε για τον κόσμο και τον εαυτό μας. Ούτε είχε κατά νου, βέβαια, τον Έλληνα που αδυνατεί να νιώσει τον εαυτό του ως κύτταρο δημιουργίας. Εμείς όμως ξέρουμε τι είχε πει, ξέρουμε ούτως ή άλλως ποιο είναι το σωστό, όσο και αν θέλουμε να το παίζουμε αδαείς. Τελικά, μάλλον ήρθε η ώρα να δούμε ποιοι είμαστε. Καλή μας τύχη, που χε πει και ο Όλι Ρεν.


1 σχόλιο:

  1. Ο Όλι Ρεν, αναφερόμενος στους Έλληνες, μάλλον θέλει να πει "Όλοι ματ!"

    Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
    αόρατος θίασος να περνά
    με μουσικές εξαίσιες, με φωνές --
    την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
    που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
    που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
    Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
    αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
    Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
    ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
    μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
    Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
    σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
    πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
    κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
    με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
    ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
    τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
    κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή